μεσότητας

μεσότητας
μεσότης
central position
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

  • Лимма — (устар. леймма) (греч. λεῖμμα  остаток, лат. limma, реже leimma)  музыкальный интервал, соответствующий диатоническому полутону (малой секунде) пифагорова строя. Согласно античному определению, восходящему к пифагорейской… …   Википедия

  • μεσότητα — η (ΑM μεσότης) [μέσος] 1. η ιδιότητα τού μέσου, το να βρίσκεται κάτι στο μέσο άλλων δύο, η μεσαία ή κεντρική θέση, το κέντρο («χώρας τε καὶ ἄστεος μεσότητας», Πλάτ.) 2. μαθημ. ο μέσος όρος μιας αναλογίας («τὰ δὲ στερεὰ μία μὲν οὐδέποτε, δύο δὲ… …   Dictionary of Greek

  • μηνοειδής — ές (Α μηνοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, ο δρεπανοειδής («μηνοειδὲς ποιήσαντες τών νεῶν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. α) «μηνοειδές οστό» οστό τής μεσότητας του πρώτου στοίχου τών οστών τού καρπού με ημισεληνοειδές σχήμα β) «μηνοειδείς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”